- παρακλαδικός
- -ή, -όο σχετικός με πρόσωπα και ενέργειες οργανώσεων που είναι έξω από τις νόμιμες και κανονικές ενός κλάδου εργαζομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κλαδικός (< κλάδος), πρβλ. πολυ-κλαδικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακλαδικός — ή, ό (κοινων.), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο χώρο έξω από τις νόμιμες και κανονικές ενέργειες του κλάδου, της κοινωνικής ομάδας: Οι διαπραγματεύσεις ατόμων με την κυβέρνηση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης των υπαλληλικών οργανώσεων,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)